- κληδονίζω
- (AM κληδονίζω) [κληδών]νεοελλ.βγάζω τον κλήδονα, μαντεύω από τον κλήδονααρχ.1. παρέχω μαντικό σημείο, οιωνό2. μέσ. κληδονίζομαιείμαι μάντης, παρακολουθώ τους οιωνούς και μαντεύω από αυτούς, μαντεύω από κάποιο μαντικό σημείο3. παθ. δέχομαι οιωνό, λαμβάνω σημείο.
Dictionary of Greek. 2013.